ΤΜΗΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ Σ.Σ.Ι

ΤΜΗΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ Σ.Σ.Ι
ΤΜΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΣΥΡΡΑΚΙΩΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Επιμέλεια και υποστήριξη του ιστολογίου: Απόστολος Ι. Μάκης

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

21 Μαρτίου - Παγκόσμια ημέρα ποίησης - Συρρακιώτες ποιητές.


Κώστας Κρυστάλλης: Τραγούδι κλέφτικο.

Πότε θαρθή μιαν άνοιξι, θαρθή ένα καλοκαίρι,
που λουλουδιάζουν τα κλαριά, που λυόνουνε τα χιόνια,
για ζωθούμε τάρματα και τα χρυσά τσαπράζια,
να βγούμε κλέφτες, βρε παιδιά, κλέφτες στα κορφοβούνια;

Μεσ’ στην ψηλότερη κορφή να στήσουμε λημέρι,

ναχουμε τάστρα τ’ ουρανού τ’ αποβραδύς κουβέντα,
κ’ εμάς το γλυκοχάραμα να πρωτοχαιρετίζη,
εμάς ο ήλιος την αυγή σαν κρούη να πρωτοβλέπη.
Να μας ζηλεύουν οι αετοί, να μας ξυπνούν τ’ αηδόνια,
και μεσ’ τα γάργαρα νερά και μεσ’ στες κρύες βρύσες
νεράιδες να μας νίβουνε, φιλιά να μας χορταίνουν.
Αράδ’ αράδα τάρματα στα πεύκα θα κρεμάμε,
και θε να σταίνουμε χορό. Και κάθε μας τραγούδι
θάναι βροντή από σύγνεφο, φωτιά από αστροπελέκι.

Θα μας τρομάζουν τα θηριά, θα προσκυνούν οι κάμποι.

Πότε θαρθή μιαν άνοιξι, θαρθή ένα καλοκαίρι,
να βγούμε κλέφτες, βρε παιδιά, κλέφτες στο κορφοβούνια;


Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868. Ο πατέρας του, Δημήτρης Κρουστάλλης, ήταν έμπορος κτηνοτροφικών προϊόντων του Συράκου, με έδρα τα Ιωάννινα, σε όλη την Ήπειρο. Μητέρα του ήταν η Ιωάννα Ψαλλίδα και είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, ενώ ο ίδιος ήταν πρωτότοκος. Τα στοιχειώδη γράμματα τα μαθαίνει στο μεικτό δημοτικό σχολείο του χωριού του. Το 1880 γράφτηκε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων.Την ίδια χρονιά η μητέρα του πεθαίνει.Φοιτά στις τέσσερις τάξεις του Ελληνικού Σχολείου της Ζωσιμαίας και στην Α΄τάξη του Γυμνασίου, οπότε και έμεινε επανεξεταστέος, στα 1885. Διακόπτει και αυτό σχετίζεται μάλλον με την ασθενική του υγεία. Κατ΄άλλους βιογράφους του, ο πατέρας του τον χρησιμοποίησε υπάλληλο στο μαγαζί του. Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», που αναφερόταν σε επεισόδια της Επανάστασης του 1821. Εξαιτίας αυτού διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα (Ιανουάριος 1889), ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη. Στην Αθήνα άλλαξε το οικογενειακό του όνομα σε Κρυστάλλης. Στην Αθήνα εργάστηκε αρχικά στο τυπογραφείο των εκδόσεων «Φέξη» και παράλληλα δημοσίευε ποιήματα. Το 1891 προσλήφθηκε ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη, αλλά η συνεργασία του έληξε τον ίδιο χρόνο εξαιτίας διαφωνιών με τη διεύθυνση του περιοδικού. Έπειτα διορίστηκε ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής του είχαν αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση. Μετακόμισε στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του, η οποία όμως επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε στις 22 Απριλίου του 1894 στην Άρτα, όπου έμενε η αδερφή του.

 Τα πρώτα του ποιήματα, Αι Σκιαί του Άδου(1887), με το οποίο εξυμνεί τους αγωνιστές του 21' και Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου ( αρχές του1890), είχαν επικό χαρακτήρα, με επίδραση από τον Βαλαωρίτη. Αντιθέτως, με τις δύο ποιητικές συλλογές του που δημοσιεύτηκαν τα επόμενα χρόνια, εντάχθηκε στο πνευματικό κλίμα της Νέας Αθηναϊκής σχολής: επίδραση από το δημοτικό τραγούδι, λαογραφική θεματολογία. Η πρώτη του συλλογή, Αγροτικά ( Μάιος του 1891), πήρε έπαινο στο Δεύτερο Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό αφού το βραβείο το κέρδισε το πεζογράφημα του Κωστή Παλαμά Τα Μάτια της Ψυχής μου. Η δεύτερη και τελευταία συλλογή του, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης (1893), διακρίθηκε παίρνοντας καί αυτό έπαινο επίσης στον φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. ενώ το βραβείο το κέρδισε το ποίημα του Γεωργίου Στρατήγη «Έρως καί Ψυχή». Το πεζογραφικό του έργο (συγκεντρωμένο στον τόμο Πεζογραφήματα), συμβαδίζει με το κλίμα της πεζογραφίας της γενιάς του 1880: δημοτική γλώσσα, ηθογραφία, καλλιέργεια του διηγήματος



 Ασχολήθηκε επίσης με τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού: ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις. Το πρώτο του πεζογράφημα ήταν το "Vie De Montage" πού το εξέδωσε στο Παρίσι το 1895 με το οποίο σατυρίζει τα ελληνικά πολιτικά έθιμα ενώ έδινε και σκηνές από την ληστοκρατία στην Ελλάδα. Η ενασχόλησή του αυτή αποτυπώνεται σε άρθρα του, όπως στους Γ΄ και Δ΄ τόμους του Ἐγκυκλοπαιδικού Λεξικού των Μπαρτ και Χίρστ (1892 και 1893), όπου δημοσίευσε πενήντα οχτώ ηπειρωτικά άρθρα. Επίσης σε αφηγηματικά πεζογραφήματά του, διηγήματα, όπως Ο Γάμος της στάνης όπου περιγράφει τα γαμήλια έθιμα στα τσελιγγάτα Ηπειρωτικής περιοχής με παράθεση σχετικών τραγουδιών, ή το διήγημά του Το πανηγύρι της Καστρίτσας, το οποίο περιέχει εκτενείς ενδυματολογικές πληροφορίες ή πάλι, με πιο ειδικές εργασίες του, όπως, Οι Βλάχοι της Πίνδου, Γραμμενοχώρια, Τρεις Δρακολίμναι επί των κορυφών της Πίνδου. Ενώ και στις Σημειώσεις του νεανικού ποιήματός του  Ἀι σκιαί του Άδου και στις επιστολές του προς φιλικά του πρόσωπα

Την εποχή που όλοι εκθείαζαν τα τραγούδια του, ο Ξενόπουλος είχε ήδη διαγνώσει και επισημάνει τη μεγάλη σημασία του πεζογραφικού έργου του «ποιητή του βουνού και της στάνης». Ο Κρυστάλλης δεν είναι μόνον ο πρώτος που έγραψε στη δημοτική, ενώ ακόμα όλοι οι άλλοι αλληθώριζαν προς την καθαρεύουσα, παραπαίοντας ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Μέσα στα ελάχιστα χρόνια που έζησε, πρόλαβε να μας δώσει κάποια δείγματα γραφής που φανερώνουν τον γεννημένο πεζογράφο. Στα διηγήματα του ο Κρυστάλλης είναι πληθωρικός, βιάζεται να τα πει όλα, σαν να προαισθάνεται πως δεν υπάρχει γι' αυτόν πίστωση χρόνου - η τόσο απαραίτητη για τη δουλειά ενός πεζογράφου. Η ζωντάνια του στις περιγραφές της φύσης ξαφνιάζει. Οι διάλογοι του έχουν την απλότητα και τη σοφία του λαϊκού λόγου. Κι ήταν ακόμα μόνο 26 χρονών. Ένα παιδί!

Η ποίηση του Κρυστάλλη επικρίθηκε από πολλούς (όπως ο Γιάννης Αποστολάκης), οι οποίοι την θεώρησαν νεκρή ή δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού, σχοινοτενείς και αδιάφορες περιγραφές. Ο Παλαμάς είχε διαφορετική γνώμη: «[Στα ποιήματα του Κρυστάλλη πλέκουν στίχοι της δημώδους ποιήσεως και στίχοι δημώδεις του ποιητή· δύσκολα ξεχωρίζονται αυτοί από εκείνους κατά τρόπον τοιούτον ο ποιητής συχνά συναρμόζει τα άσματα του, όμοια προς ανθοδέσμες των οποίων τα άνθη και τα φύλλα, στίχοι του λαού και στίχοι κατά τον λαόν, στενώς αναμιγνύονται, ώστε να απαρτίζουν μακρόθεν ένα αδιαχώριστον σύνολον». Ο Παλαμάς είχε γράψει και ένα ομότιτλο ποίημα για τον Κρυστάλλη.





Γεώργιος Ζαλοκώστας: Το φίλημα.

Μιὰ βοσκοποῦλα ἀγάπησα, μιὰ ζηλεμμένη κόρη,
Καὶ τὴν ἀγάπησα πολὺ, —
Ἤμουν ἀλάλητο πουλὶ,
Δέκα χρονῶν ἀγόρι. —


Μιὰ μέρα ποῦ καθόμασθε στὰ χόρτα τ’ ἀνθισμένα,
— Μάρω, ἕνα λόγο θὰ σοῦ πῶ,
Μάρω, τῆς εἶπα, σὲ ἀγαπῶ,
Τρελαίνομαι γιὰ σένα. —


Ἀπὸ τὴ μέση μὲ ἅρπαξε, μὲ φίλησε στὸ στόμα
Καὶ μοὖπε· — γιὰ ἀναστεναγμοὺς,
Γιὰ τῆς ἀγάπης τοὺς καϋμοὺς
Εἶσαι μικρὸς ἀκόμα. —


Μεγάλωσα καὶ τὴν ζητῶ… ἄλλον ζητᾷ ἡ καρδιά της
Καὶ μὲ ξεχνάει τ’ ὀρφανό…
Ἐγὼ ὅμως δὲ λησμονῶ
Ποτὲ τὸ φίλημά της.


Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας γεννήθηκε το 1805 στο Συρράκο Ιωαννίνων. Ωστόσο η τυραννία του Αλή πασά και η καταδίωξη του πατέρα του, Χριστόφορου, από τους Τούρκους ανάγκασαν την οικογένεια του να καταφύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Εκεί σπούδασε ελληνική και ιταλική φιλολογία και αργότερα νομική, την οποία όμως δεν ολοκλήρωσε καθώς με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 εγκατέλειψε την Ιταλία και επέστρεψε στην Ελλάδα. Έλαβε μέρος σε αρκετές μάχες εναντίον των Τούρκων, ενώ πήρε επίσης μέρος στην Έξοδο του Μεσολογγίου.

Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στον Πύργο Ηλείας, όπου είχαν καταφύγει η μητέρα και η αδερφή του. Μετά το θάνατο των γονιών του, τους οποίους έχασε μέσα σε μία ημέρα, κατέφυγε στην Αθήνα. Υπηρέτησε ως αξιωματικός του οικονομικού σώματος του στρατού. Ωστόσο έλαβε μέρος σε μία συνωμοσία εναντίον των Βαυαρών με σκοπό την παραχώρηση συντάγματος με αποτέλεσμα ο Όθωνας να αποτρέψει κάθε πιθανότητα προαγωγής του.

Από το γάμο του το 1840 απέκτησε εννιά παιδιά, από τα οποία επέζησαν μόλις τα δύο, γεγονός που τον συνέτριψε ψυχικά. Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1858. Το 1962 τοποθετήθηκε στα Ιωάννινα προτομή του.

Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας χαρακτηρίστηκε θερμός πατριώτης, περήφανος και αξιοπρεπής. Από πολλούς θεωρείται ο καλύτερος ποιητής της εποχής του. Κοινή παραδοχή είναι επίσης ότι η ποίηση του σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την οικογενειακή του τραγωδία. Ενδεικτικό είναι το σχόλιο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, που τον χαρακτηρίζει «ποιητή του πατρικού πόνου».


Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε επίσημα το 1851 με τη βράβευσή του στο Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό για το ποίημά του «Μεσολόγγιον». Το ποιητικό έργο του κινήθηκε άλλοτε στο χώρο της καθαρεύουσας και άλλοτε στα πλαίσια μιας απλούστερης γλώσσας, με επιρροές που καλύπτουν το ευρύ φάσμα, από το ρομαντισμό των αδερφών Σούτσων και το νεοκλασικιστικό ιδεώδες ως την ποίηση του Σολωμού και της Επτανησιακής σχολής.

Έγραψε κάθε είδους ποιήματα (πατριωτικά, λυρικά, ρομαντικά) και τραγούδησε με την ποίησή του, όσο μπορούσε, τις πίκρες που του επιφύλαξε η ζωή. Και οι πίκρες αυτές ήταν πολλές. Αρκεί να σημειωθεί ότι από τα εννιά παιδιά που είχε, έχασε τα επτά. Και σαν σεμνός και εσωστρεφής χαρακτήρας που ήταν, έδωσε στην ποίηση ολόκληρο τον εαυτό του. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία, τη μετάφραση, το αισθητικό και το λογοτεχνικό δοκίμιο, ενώ συνεργάστηκε στην έκδοση των περιοδικών «Μνημοσύνη» και «Ευτέρπη».

Από τα ποιήματά του γνωστότερα είναι: «Χάνι της Γραβιάς», «Μπότσαρης», «Η κόρη του γερο-Μούρτου», «Η μάχη του Σοβελάκου», «Σκιαί του Φαλήρου», «Αρματολοί και Κλέφτες», «Το φίλημα» και «Η αναχώρησίς της». Τα δυο τελευταία μελοποιήθηκαν και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στην εποχή τους. Στις μέρες μας, «Το Φίλημα» το γνωρίζουμε ως δημοτικό τραγούδι, ενώ «Η αναχώρισίς της» μελοποιήθηκε και από τον Γιάννη Σπανό με ερμηνευτή το Μιχάλη Βιολάρη (1968).
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου